- ὀλίσθρημα
- -ατος τό N 3 0-0-0-3-0=3 DnTh 11,21.32.34syn. of ὀλίσθημα; slip, fall
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ολίσθρημα — ὀλίσθρημα, τὸ (Α) [ολισθράζω] 1. ολίσθημα, γλίστρημα 2. στον πληθ. τὰ ὀλισθρήματα κολακευτικά λόγια … Dictionary of Greek